- φελγύνει
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ἀσυνετεῑ, ληρεῑ».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τα: αρχ. ινδ. phalgu- «ασθενής, ασήμαντος, ανάξιος» και λιθουαν. spilgti «φθείρομαι, μαραίνομαι (για φυτά λόγω έλλειψης φωτός)» δεν θεωρείται πιθανή. Αμφίβολη και δυσερμήνευτη παραμένει, εξάλλου, και η σύνδεση τού ρ. με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἀφελγύνουσακακοῦσα, ἐφελγύνοντεςἀλγύνοντες].
Dictionary of Greek. 2013.